Ancient Greeks



Σωκράτης
Ο Σωκράτης έζησε στην Αθήνα το (470 π.Χ. ή 469 π.Χ. - 399 π.Χ.) ήταν Έλληνας Αθηναίος φιλόσοφος και μία από τις σημαντικότερες φυσιογνωμίες του ελληνικού και παγκόσμιου πνεύματος και πολιτισμού και ένας από τους ιδρυτές της Δυτικής φιλοσοφίας. Ενδεικτικό της σημασίας του για την Αρχαία ελληνική φιλοσοφία είναι ότι όλοι οι Έλληνες φιλόσοφοι πριν από αυτόν ονομάστηκαν Προσωκρατικοί. Είχε έναν πολυάριθμο κύκλο πιστών φίλων, κυρίως νέων από αριστοκρατικές οικογένειες, απ' όλη την Ελλάδα. Ορισμένοι από αυτούς έγιναν γνωστοί ως ιδρυτές φιλοσοφικών σχολών διαφόρων κατευθύνσεων. Οι γνωστότεροι ήταν ο Πλάτωνας και ο Αντισθένης στην Αθήνα, ο Ευκλείδης στα Μέγαρα, ο Φαίδωνας στην Ηλεία και ο Αρίστιππος στην Κυρήνη. [4] Οι κυριότερες πηγές για τη ζωή του είναι κατ' αρχάς ο μαθητής του Πλάτων, ο ιστορικός Ξενοφών, ο φιλόσοφος Αριστοτέλης και ο συγγραφέας κωμωδιών Αριστοφάνης.
Ήταν γιος του Σωφρονίσκου και της Φαιναρέτης από το δήμο της Αλωπεκής.[5] Παντρεύτηκε σε μεγάλη ηλικία την Ξανθίππη. Οι πληροφορίες για τη ζωή του Σωκράτη είναι ποικίλες και ο μελετητής του Αρχαιοελληνικού κόσμου μπορεί να βγάλει ενδιαφέροντα συμπεράσματα. Διάφοροι αξιόλογοι συγγραφείς ασχολήθηκαν μαζί του, ήδη από την αρχαιότητα, και ο καθένας πρόσθεσε νέες πτυχές από τη ζωή του. Έτσι, ο Πορφύριος μας πληροφορεί ότι ο Σωκράτης, όπως συνηθιζόταν στην αρχαία Αθήνα, ασχολήθηκε αρχικά με τη γλυπτική τέχνη, το επάγγελμα του πατέρα του, ο οποίος ήταν λιθοξόος, πριν το εγκαταλείψει «χάριν της παιδείας», όπως έγραψε αργότερα, ο Λουκιανός. [6]

Στα 17 του χρόνια γνώρισε το φιλόσοφο Αρχέλαο, που του μετέδωσε το πάθος για τη φιλοσοφία και τον έπεισε να αφιερωθεί σ' αυτήν. Μία πιο βαθιά ψυχολογική πλευρά του φανερώνει ο Πλάτωνας, που στην Απολογία του παρουσιάζει τον Σωκράτη να θεωρεί τη φιλοσοφική ενασχόληση ως θεία εντολή. Εδώ ο Σωκράτης μπορεί να χαρακτηριστεί ως Θεόπνευστος, καθώς αναφέρει το ισχυρό του ένστικτο, ως μία εσωτερική παρόρμηση, να του υπαγορεύει ποιές πράξεις και ενασχολήσεις πρέπει να ακολουθήσει. Συχνά μάλιστα δήλωνε ότι άκουγε μέσα του μία φωνή που τον εμπόδιζε να πράττει ότι δεν ήταν σωστό, την οποία φωνή ονόμαζε «δαιμόνιο».
Στις φιλοσοφικές του έρευνες τον παρακολουθούσαν πολλοί, ιδιαίτερα νέοι, που ένιωθαν ευχαρίστηση ακούγοντας τον να μιλάει και να συζητάει για θέματα κοινωνικά, πολιτικά, ηθικά και θρησκευτικά. Έτσι σχηματίστηκε γύρω του ένας όμιλος, που δεν αποτελούσε όμως σχολή, γιατί ο Σωκράτης δεν δίδαξε συστηματικά, αλλά διαλεγόταν σε κάθε σημείο της πόλης, με ανθρώπους κάθε κοινωνικής τάξης και σε αντίθεση με τους σοφιστές δεν έπαιρνε χρήματα από τους μαθητές του.
Απέφευγε την εμπλοκή στην πολιτική και προτιμούσε να πορεύεται τη δική του ανεξάρτητη πορεία. Μόνη εξαίρεση, όταν η πατρίδα τον καλούσε. Έτσι έλαβε μέρος σε τρεις εκστρατείες στη διάρκεια του Πελοποννησιακού πολέμου, στην πολιορκία της Ποτίδαιας, στο Δήλιο της Βοιωτίας το 424π.Χ. («ήμουν μαζί του στην υποχώρηση», λέει ο Λάχης στον ομώνυμο πλατωνικό διάλογο,«και αν όλοι ήταν σαν τον Σωκράτη, η πόλη μας ποτέ δε θα πάθαινε εκείνη τη συμφορά.»)[7] Το 422 π. Χ. στη μάχη της Αμφίπολης έσωσε τη ζωή του Αλκιβιάδη και έδειξε απίστευτη αντοχή στις κακουχίες, όπως περιγράφει ο ίδιος ο Αλκιβιάδης στο πλατωνικό Συμπόσιο.[8] Το 406 π.Χ., στη δίκη των 10 Αθηναίων στρατηγών όταν συνέπεσε η «φυλή» στην οποία ανήκε να έχει την πρυτανεία, αρνήθηκε να υποκύψει στην απαίτηση να φέρει σε ψηφοφορία στην Εκκλησία του Δήμου μία παράνομη πρόταση - να δικαστούν ομαδικά και όχι ο καθένας ξεχωριστά, όπως όριζε ο νόμος οι στρατηγοί που είχαν κατηγορηθεί ότι δεν περισυνέλεξαν τους ναυαγούς κατά τη ναυμαχία στις Αργινούσες, κάτι απαράδεκτο νομικά στην αθηναϊκή δημοκρατία. [9] Το 404 π.Χ. με την ίδια τόλμη εναντιώθηκε στους Τριάκοντα τυράννους, όταν αρνήθηκε να συλλάβει έναν δημοκρατικό πολίτη, τον Λέοντα τον Σαλαμίνιο.[9]
Το 399 π.Χ. διατυπώθηκε εναντίον του κατηγορία για ασέβεια προς τους θεούς και για διαφθορά των νέων[10]. Ο φιλόσοφος καταδικάστηκε, με βάση την κατηγορία, σε θάνατο. Ως σκοπιμότητα της κατηγορίας θεωρήθηκε η διδασκαλία του, η οποία επιδρούσε στους νέους, και με τον φιλελευθερισμό που τον διέκρινε, θεωρήθηκε ανατρεπτικός. Ουσιαστικό κίνητρο, όμως, υπήρξε η αντιζηλία του με σημαντικούς άνδρες της εποχής.

Στη διάρκεια της δίκης ο Σωκράτης έδειξε θάρρος, ενώ η αναγγελία της ποινής δεν κατάφερε να τον βγάλει από τη θεϊκή του αταραξία. Μετά την καταδίκη του παρέμεινε στο δεσμωτήριο 30 μέρες, γιατί ο νόμος απαγόρευε την εκτέλεση της θανατικής ποινής πριν από την επιστροφή του ιερού πλοίου από τις γιορτές της Δήλου. Από τον διάλογο του Πλάτωνα Κρίτων μαθαίνουμε ότι ο Σωκράτης θα μπορούσε να σωθεί, αν ήθελε, αφού οι φίλοι του είχαν τη δυνατότητα να τον βοηθήσουν να αποδράσει. Ο Σωκράτης αρνήθηκε και, ως νομοταγής πολίτης και αληθινός φιλόσοφος, περίμενε τον θάνατο ειρηνικά και γαλήνια, και ήπιε το κώνειο, όπως πρόσταζε ο νόμος.
Ο Σωκράτης, όπως και ο Πυθαγόρας, δεν άφησε κανένα σύγγραμμα. Γι' αυτό είναι πολύ δύσκολο να καθοριστεί ακριβώς το περιεχόμενο της φιλοσοφίας του και, πρακτικώς, ότι γνωρίζουμε για τον Σωκράτη προήλθε κυρίως από όσα έγραψαν οι μαθητές του σχετικά με αυτόν, καθώς και ορισμένους συγγραφείς που επικεντρώθηκαν στη μελέτη της προσωπικότητάς του. Κατά τον Σωκράτη ο Θεός δεν φιλοσοφεί, γιατί κατέχει τη σοφία, φιλοσοφεί όμως ο άνθρωπος, που η ύπαρξή του είναι πεπερασμένη.

Στην εποχή του Σωκράτη έχουμε με τους Σοφιστές τη στροφή της φιλοσοφίας προς τον άνθρωπο και τη χρήσιμη αρετή, ενώ προηγουμένως το κύριο θέμα της φιλοσοφίας των προσωκρατικών ήταν η φύση. Βέβαια, οι Σοφιστές, ως μη φιλόσοφοι, δεν διείσδυσαν εις βάθος στη μελέτη της πραγματικής ουσίας του ανθρώπου, κάτι που ξεκίνησε με τον Σωκράτη, ο οποίος πρώτος θεώρησε την ψυχή ως την πραγματική ουσία του ανθρώπου και την αρετή ως αυτό που επιτρέπει την πλήρωση της ανθρώπινης φύσης μέσα από την αναζήτηση και βελτίωση της ψυχής. Ο Αριστοτέλης αναγνωρίζει αυτή τη στροφή του πνεύματος με τη φράση «επί Σωκράτους το δε ζητείν τα περί φύσεως έληξε, προς τη χρήσιμη αρετή και την πολιτική δε απόκλεινον οι φιλοσοφούντες».
Σωκρατική (μαιευτική) μέθοδος: Η μαιευτική ήταν η μέθοδος, η οποία, σε συνδυασμό με τη χρήση της ειρωνείας, αποτελούσε χαρακτηριστικό της σωκρατικής διδασκαλίας. Σύμφωνα με τη μέθοδο αυτή, ο Σωκράτης κατά τις συζητήσεις του, προσποιούμενος την πλήρη άγνοια για το θέμα που συζητούσε κάθε φορά, προσπαθούσε μέσα από ερωτήσεις να εκμαιεύσει την αλήθεια από τον συνομιλητή του.Επαγωγική Συλλογιστική Μέθοδος:Για να φτάσει στην αρχή των ηθικών εννοιών, ο Σωκράτης χρησιμοποίησε την επαγωγική συλλογιστική μέθοδο μέσω της οποίας σκόπευε να φτάσει στην εξαγωγή καθολικών συμπερασμάτων. Ξεκινούσε λοιπόν με παραδείγματα, παρμένα από την καθημερινότητά του και την εμπειρία του και αποσκοπούσε στην εξαγωγή καθολικών συμπερασμάτων τα οποία ξεπερνούν την εμπειρία και φτάνουν στην απόλυτη γνώση ενός θέματος. Και η διαδικασία αυτή είναι επιτυχής όταν θα προκύψει ένας απόλυτος ορισμός για την αλήθεια του καλού και του κακού, της ομορφιάς και της ασχήμιας, της ορθής διακυβέρνησης και της δεσποτείας, της σωφροσύνης και της άνοιας.

Ουσιαστικά ο Σωκράτης επωμιζόταν το ρόλο της συνείδησης και μέσα από αυτή τη διαδικασία ερωταπαντήσεων δημιουργούσε ένα πνεύμα διαλόγου στη συζήτηση. Ο συνομιλητής λοιπόν απαντώντας σ' αυτές τις ερωτήσεις έφτανε σε ένα συμπέρασμα -στην αλήθεια για τον Σωκράτη- από μόνος του. Η μέθοδος ονομάστηκε μαιευτική διότι όπως η μαία (επάγγελμα που έκανε και η Φαιναρέτη, μητέρα του Σωκράτη) φέρνει στον κόσμο το νεογνό έτσι και ο Σωκράτης ή ο εκάστοτε συνομιλητής που παίρνει το ρόλο της συνείδησης εξάγει από τον συνομιλητή του την αλήθεια.
Διαλεκτική: Διαλεκτική, κατ' αρχάς σημαίνει 'διάλογος'. Πρόκειται λοιπόν για μία μορφή διαλόγου η οποία χρησιμοποιήθηκε από τον Σωκράτη και κατά την οποία, ο φιλόσοφος προσπαθούσε να οδηγήσει τον συνομιλητή του στην ανακάλυψη της βαθύτερης αλήθειας των πραγμάτων, αυτής που μένει ανεξάρτητη από περιστάσεις και συνθήκες. Στη συγκεκριμένη μέθοδο, ο Σωκράτης άφηνε τον συνομιλητή του να εκφράσει ελεύθερα την άποψή του σχετικά με το θέμα που συζητούσαν, θεωρώντας αρχικά, αυτή την άποψη ως ολοκληρωμένη και θεμελιωμένη. Στη συνέχεια, μέσα από τη διαδικασία ερωταπαντήσεων, δείχνει μέσω απλοϊκών παραδειγμάτων τις ακραίες συνέπειες των απόψεων αυτών, αποδεικνύοντας έτσι τη σαθρότητά τους. Οδηγεί λοιπόν τον συνομιλητή του, στην ανακάλυψη νέων συμπερασμάτων και νέων προσεγγίσεων της αλήθειας.
Ο Σωκράτης και ο φιλοσοφικός στοχασμός:
Έχει ειπωθεί για τον Σωκράτη πως «κατέβασε τη φιλοσοφία από τα άστρα στη γη», διότι χάρη στη δική του προσωπικότητα οι φιλόσοφοι έπαψαν να ασχολούνται με τα φυσικά φαινόμενα και άρχισαν να ασχολούνται με τον ίδιο τον άνθρωπο και την κοινωνία του. Στην πραγματικότητα, πολλοί φιλόσοφοι πριν το Σωκράτη ασχολήθηκαν με τα πολιτικά προβλήματα, ενώ ο Δημόκριτος ασχολήθηκε και με ζητήματα ηθικής. Ωστόσο, ο Σωκράτης ήταν εκείνος που πραγματικά έστρεψε το φιλοσοφικό στοχασμό σε αυτά τα θέματα. Ο λόγος που τα σωκρατικά ενδιαφέροντα σημάδεψαν κατά τέτοιο τρόπο την ιστορία της φιλοσοφίας πρέπει να αναζητηθεί στον σωκρατικό τρόπο σκέψης, στο γεγονός δηλαδή πως ο Σωκράτης, δεν ενδιαφερόταν για την ορθό τρόπο ζωής και δράσης είτε σε προσωπικό είτε σε κοινωνικό επίπεδο. Και αντίθετα από τους σοφιστές δεν ενδιαφέρθηκε γι αυτά για χρησιμοθηρικούς σκοπούς. Θέλησε λοιπόν να δημιουργήσει ένα στέρεο έδαφος πάνω στο οποίο θα μπορούσαν ύστερα να θεμελιωθούν οριστικά και αμετάκλητα οι έννοιες του καλού, της αρετής και της σοφίας. Όπως οι πρώτοι φιλόσοφοι λοιπόν αναζητούσαν την πρώτη αρχή της δημιουργίας, έτσι και ο Σωκράτης αναζήτησε την αρχή κάθε ηθικής έννοιας, που δεν επηρεάζεται από ιστορικές και κοινωνικές συνθήκες αλλά ούτε από τη δυνατότητα της αντίληψης του κάθε ανθρώπου. Αναζήτησε δηλαδή το απόλυτο και απέρριψε το σχετικό, μελέτησε την ηθική ουσία και απέρριψε τα ηθικά φαινόμενα.

 
 
 
 
 

Πλάτων
Ο Πλάτων (427 π.Χ. - 347 π.Χ.) ήταν αρχαίος Έλληνας φιλόσοφος από την Αθήνα, ο πιο γνωστός μαθητής του Σωκράτη και δάσκαλος του Αριστοτέλη. Το έργο του με τη μορφή φιλοσοφικών διαλόγων έχει σωθεί ολόκληρο (του αποδίδονται ακόμα και μερικά νόθα έργα) και άσκησε τεράστια επιρροή στην αρχαία ελληνική φιλοσοφία και γενικότερα στη δυτική φιλοσοφική παράδοση μέχρι τις ημέρες μας. Κύριος οικοδόμος της φιλοσοφίας, οδηγητής είτε προάγγελος μεταγενεστέρων προβάσεών της, εμπνευστής άμεσα ή έμμεσα των σπουδαιότερων κοινωνικοπολιτικών οραματισμών. Ο Πλάτων, μεταξύ άλλων, έγραψε την Απολογία του Σωκράτους,η οποία θεωρείται ως μια σχετικά ακριβής καταγραφή της απολογίας του Σωκράτη στη δίκη που τον καταδίκασε σε θάνατο, το Συμπόσιο όπου μιλά για τη φύση του έρωτα, τον «Πρωταγόρα» όπου μεταξύ άλλων θεμελιώνεται θεωρητικά η αρχή της «πρόληψης» που δεν λαμβάνει την ποινή ως απολύτως «ανταποδοτική», τον «Παρμενίδη» και τον «Θεαίτητο» όπου θεμελιώνει την αντικειμενικότητα του λόγου και της ιδέας, ενώ σε δύο μακρούς διαλόγους, την Πολιτεία και τους Νόμους, περιέγραψε την ιδανική πολιτεία.
Πληροφορίες για τη ζωή του Πλάτωνος αντλούμε κυρίως από αρχαίες βιογραφίες. Σημαντικότερες θεωρούνται εκείνες του Απουλήιου (De platone et eius dogmate, 2ος αι. μ.Χ.), του Διογένη Λαέρτιου (Βίοι καὶ γνῶμαι τῶν ἐν φιλοσοφίᾳ εὐδοκιμησάντων) και του Ολυμπιόδωρου (Βίος Πλάτωνος, 6ος αι. μ.Χ.). Όπως παραδίδεται από τη βιογραφική παράδοση, γεννήθηκε το 427 π.Χ. στην Αθήνα ή, κατά τον Διογένη, στην Αίγινα. Kαταγόταν από εύπορη αριστοκρατική αθηναϊκή οικογένεια. Πατέρας του ήταν ο Αρίστων, από το γένος του βασιλιά Κόδρου, και μητέρα του η Περικτιόνη, η οποία ήταν αδερφή του Χαρμίδη, ενός από τους Τριάκοντα τυρράνους, και ανιψιά του Κριτία, επίσης μέλος των Τριάκοντα, με καταγωγή από το γένος του νομοθέτη Σόλωνος. Αδέρφια του ήταν οι Αδείμαντος και Γλαύκων. Το πρώτο του όνομα ήταν Αριστοκλής, αλλά αργότερα ονομάστηκε Πλάτων επειδή είχε ευρύ στέρνο και πλατύ μέτωπο. Όταν ο πατέρας του πέθανε, η Περικτιόνη παντρεύτηκε το θείο της, Πυρίλαμπη, ο οποίος συνδεόταν φιλικά με τον Περικλή. Ο Πλάτων γνώρισε τον Σωκράτη σε ηλικία 20 ετών και έμεινε κοντά του μέχρι τον θάνατο του μεγάλου δασκάλου (399 π.Χ.).

Μετά τη θανάτωση του Σωκράτη παρέμεινε στην Αθήνα για περίπου τρία χρόνια και κατόπιν κατέφυγε στα Μέγαρα, κοντά στον συμμαθητή του Ευκλείδη και άλλους σωκρατικούς. Ύστερα γύρισε στην Αθήνα, όπου για 10 χρόνια ασχολήθηκε με τη συγγραφή φιλοσοφικών έργων, τα οποία φέρουν τη σφραγίδα της σωκρατικής φιλοσοφίας. Στη συνέχεια εικάζεται πως ταξίδεψε στην Αίγυπτο και στην Κυρήνη, όπου σχετίστηκε με τον μαθηματικό Θεόδωρο, ωστόσο τα στοιχεία που διαθέτουμε για το ταξίδι αυτό θεωρούνται επισφαλήΑντιθέτως, βεβαιότητα υπάρχει για τα ταξίδια του στη Σικελία και στην Κάτω Ιταλία. Στον Τάραντα 387 π.Χ.γνώρισε τους πυθαγόρειους, από τη φιλοσοφική σκέψη των οποίων επηρεάστηκε αποφασιστικά. Στην αυλή του βασιλιά των Συρακουσών Διονυσίου του πρεσβύτερου γνώρισε τον βασιλικό γυναικάδελφο Δίωνα με τον οποίον συνδέθηκε φιλικά. Η φιλία όμως αυτή προκάλεσε τις υποψίες του Διονυσίου για συνωμοσία, γι' αυτό έδιωξε τον Πλάτωνα από τη Σικελία. Στην Αίγινα οδηγήθηκε προς πώληση σε σκλαβοπάζαρο όπου ο Κυρηναίος φίλος του Αννίκερις εξαγόρασε την ελευθερία του.
Επιστρέφοντας στην Αθήνα ίδρυσε τη φιλοσοφική σχολή του, την Ακαδημία (περ. 387 π.Χ.). Το 367 π.Χ ο Διονύσιος Β' ο νεότερος διαδέχτηκε τον Διονύσιο Α' στην εξουσία. Με προτροπή του Δίωνα, ο Διονύσιος προσκάλεσε τον Πλάτωνα ως σύμβουλό του και εκείνος αποδέχτηκε την πρόσκληση με την ελπίδα πως θα εφάρμοζε τα πολιτικά του ιδεώδη. Ταξίδεψε στις Συρακούσες το 366 ωστόσο σύντομα επήλθε ρήξη με τους άλλους συμβούλους του βασιλιά. Ο Δίων εξορίστηκε και ο Πλάτωνας παρέμεινε στην αυλή του Διονύσιου ως φιλοξενούμενος και αιχμάλωτος μέχρι το 365. Για τρίτη φορά ήρθε στην αυλή των Συρακουσών το 362, μετά τη συμφιλίωση του Δίωνα με τον Διονύσιο, ωστόσο νέες προστριβές μεταξύ τους οδήγησαν τον Πλάτωνα στην απόφαση να εγκαταλείψει τις Συρακούσες το 361. Επέστρεψε στην Αθήνα όπου μέχρι το θάνατό του ασχολήθηκε με τη διδασκαλία και με τη συγγραφή φιλοσοφικών έργων. Μέχρι τον 1ο αιώνα π.Χ, [Νεότερη περίοδος] υπό τη διεύθυνση του Αντίοχου του Ασκαλωνίτη η Ακαδημία αποτελούσε το κέντρο της πλατωνικής φιλοσοφίας. Στις αρχαίες βιογραφικές πηγές διακρίνονται ετερόκλητες κρίσεις για το χαρακτήρα του Πλάτωνα, καθώς σε ορισμένες παρουσιάζεται ως σοφός και θείος (θεϊκός), ενώ άλλες τον περιγράφουν ως υπερόπτη και ζηλόφθονο υπηρέτη των τυράννων, που σχεδίασε εσφαλμένα την εικόνα του Σωκράτη και των σοφιστών.
Το συγγραφικό έργο του Πλάτωνα είναι αρχικά μνήμη και φήμη, εξιδανικευτική, του βίου και του θανάτου και του ήθους του Σωκράτη, αλλά και ανάπτυξη, ευμέθοδη και πολύπτυχη της διδασκαλίας του, πιστή ως κάποιο βαθμό στο πνεύμα του. Τα έργα του Πλάτωνα (36) εκτός από την Απολογία και τις Επιστολές είναι γραμμένα σε μορφή διαλόγου. Ως κεντρικό πρόσωπο στους διαλόγους, εκτός από έναν, τους Νόμους, παρουσιάζεται ο Σωκράτης, ακόμη και όταν σε κάποιον διάλογο σαν να παραμερίζεται σε θέση ακροατή. Σε κανένα διάλογο δεν εμφανίζεται ο ίδιος ο Πλάτων. Οι συζητήσεις ονομάζονται με το όνομα ιστορικά υπαρκτών προσώπων και μόνο σε τρεις διαλόγους της τελευταίας περιόδου: στον Σοφιστή, στον Πολιτικό και στους Νόμους εμφανίζεται ως κύριος συζητητής δίχως μνεία ονόματος ο «Ελεάτης Ξένος» στον πρώτο, ο «Ξένος» στο δεύτερο, ο «Αθηναίος Ξένος» στον τρίτο. Στον Πλάτωνα αποδίδονται και 13 επιστολές, η γνησιότητα των οποίων γενικά αμφισβητείται, εκτός από την Ζ' Επιστολή όπου περιγράφει ο Πλάτωνας τη δραστηριότητά του στη Σικελία. Και στη συγγραφή ο φιλόσοφος μιμήθηκε τη διδασκαλία του Σωκράτη, ο οποίος δίδασκε διαλογικά. Οι διάλογοί του επιγράφονται συνήθως με το όνομα κάποιου από τα διαλεγόμενα πρόσωπα, π.χ. Τίμαιος, Γοργίας, Πρωταγόρας κ.λπ. Έξι μόνο διάλογοι, το Συμπόσιον, η Πολιτεία, ο Σοφιστής, ο Πολιτικός, οι Νόμοι και η Επινομίς τιτλοφορούνται από το περιεχόμενό τους. Στους παλαιότερους διαλόγους διατηρεί την εικόνα του πραγματικού Σωκράτη, ενώ στους νεότερους, όπως εικάζουν οι φιλόλογοι, κάτω από το πρόσωπο του δάσκαλου κρύβεται ο ίδιος ο μαθητής.

Στον Πλάτωνα αποδίδονται περί τα τριάντα επιγράμματα της Παλατινής Ανθολογίας, πολλά από τα οποία αμφισβητούμενα. Γεγονός πάντως είναι ότι ο φιλόσοφος στα νιάτα του έγραψε αρκετά ποιήματα, τα οποία όμως έκαψε όταν γνώρισε τον Σωκράτη και εξόρισε τους ποιητές από την Πολιτεία του.
Αλεξανδρινοί λόγιοι και σχολιαστές έβαλαν πρώτοι το ζήτημα της χρονικής σειράς των πλατωνικών διαλόγων, όμως δίχως αντικειμενικά κριτήρια. Κατά την Αναγέννηση ήταν η δεύτερη φορά που ετέθη πάλιν το πρόβλημα της χρονικής σειράς των διαλόγων, και τότε όμως, δίχως αποτέλεσμα, γιατί ούτε με κριτήρια ούτε με μέθοδο έγινε.

Ο Βιλαμόβιτζ (Wilalowitz) είναι εκείνος που μελέτησε και τα έργα του Tenneman, Schlermacher, Zeller και έφερε εις πέρας το έργο τούτο: Δύο πράγματα είναι σήμερα πιά βέβαια ότι πρώτον το ύφος του Πλάτωνος, όσο προχωρεί ο ίδιος σε ηλικία γίνεται δύσκαμπτο, χάνει την πλαστικότητα που έχουν διάλογοι της ακμής καθώς και την ευχέρεια της αισθητικής σκηνοθεσίας που έχουν τα πρώτα δοκίμια της δημιουργίας του. Και δεύτερον, ότι ύστερα από τη μυθοποϊία της ιδέας, όπως παρουσιάζεται στα στα τρία έργα «Συμπόσιο», «Φαίδωνα» και «Φαίδρο» στα πολύ πιό ώριμα χρόνια της ζωής του ο Πλάτων έγραψε τα καθαρώς λογικά έργα «Παρμενίδη», «Θεαίτητο», «Σοφιστή», «Πολιτικό» και «Φίληβο», όπου ο λόγος άσκεπος πιά από μύθο, όλος ρώμη και κάματο πορεύεται μόνος προς το ιδανικό τέρμα της ζωής του, την ιδέα.
Το σύνολο του πλατωνικού έργου διακρίνεται σε τρεις περιόδους με βάση τη χρονολογική σειρά, ωστόσο υπάρχουν διαφωνίες μεταξύ των φιλολόγων για την ακριβή σειρά συγγραφής των έργων στο εσωτερικό κάθε περιόδου. Το βέβαιο είναι ότι άρχισε να γράφει τα έργα του μετά τη θανάτωση του Σωκράτη και ότι έγραφε ως το τέλος της ζωής του:

(α) Περίοδος νεότητας (400 π.Χ. - 387 π.Χ.). Σ΄ αυτήν ανήκουν οι διάλογοι:
Απολογία: με την πλατωνική εκδοχή της απολογίας του Σωκράτη στο δικαστήριο,
Ευθύφρων, γ΄
Κρίτων: με θέμα το δίκαιο και την αδικία,
Χαρμίδης: όπου αναπτύσσεται η έννοια της σωφροσύνης,
Πρωταγόρας: για το αν μπορεί να διδαχτεί η αρετή
Λάχης δ΄ ή περί ανδρείας, ηθικός.
Ιππίας Μείζων,
Ιππίας Ελάσσων, ή περί ψεύδους
Ίων
Λύσις(περί φιλίας).

(β) Περίοδος ωριμότητας (386 π.Χ. - 367 π.Χ.). Σ' αυτήν ανήκουν οι διάλογοι:
Μενέξενος: στο μεγαλύτερο μέρος του ένας επιτάφιος λόγος
Κρατύλος: όπου συζητώνται γλωσσολογικά ζητήματα
Ευθύδημος
Γοργίας ή περί ρητορικής, ανατρεπτικός.
Μένων,
Φαίδων ή περί ψυχής, ηθικός: όπου περιγράφονται οι τελευταίες στιγμές του Σωκράτη. Ο ίδιος ο Πλάτωνας απουσίαζε αφού, όπως λέει ένας από τους συνομιλητές, «Πλάτων δὲ οἶμαι ἠσθένει» («Ο Πλάτωνας νομίζω ότι ήταν άρρωστος»)
Θεαίτητος ή περί επιστήμης, πειραστικός.
Παρμενίδης ή περί ιδεών, λογικός.
Φαίδρος,
Πολιτεία: Διάλογος του Πλάτωνα σε δέκα βιβλία, που αφορά το δίκαιο
Συμπόσιον ή περί αγαθού, ηθικός. (385/4 π.Χ.)

(γ) Περίοδος γήρατος (366 π.Χ. - 348 π.Χ.). Περιλαμβάνονται οι διάλογοι:
Σοφιστής,
Πολιτικός,
Φίληβος ή περί ηδονής, ηθικός.
Τίμαιος: για τη δημιουργία του κόσμου
Κριτίας: ένας ημιτελής διάλογος με αναφορές στην Ατλαντίδα,
Νόμοι: διάλογος σε 12 βιβλία όπου ο Πλάτωνας επανέρχεται στο ζήτημα των ορθών νόμων για μία πολιτεία
Έβδομη επιστολή: με αυτοβιογραφικές πληροφορίες για τη δράση του στη Σικελία
Πλαστοί διάλογοι. Η στατιστική όμως της γλώσσας η΄ μαζί με την κριτική του περιεχομένου των διαλόγων δεν έλυσαν μόνον το ζήτημα της χρονολογικής τους σειράς, αλλά τερμάτισαν και το ζήτημα της γνησιότητας. Ότι οι διάλογοι αυτοί είναι υποβολιμαίοι, προκύπτει όχι μόνον από τη γλωσική κριτική, αλλά και από εσωτερικούς λόγους, δηλαδή το περιεχόμενό τους δεν είναι καθ΄όλα σύμφωνα με την πλατωνική φιλοσοφία. Έτσι κατά τη σημερινή κρίση της φιλολογίας, πρέπει από τους διαλόγους, που ο παλιός γραμματικός Θράσυλλος έχει κατατάξει σε τετραλογίες, να θεωρηθούν πλαστοί οι ακόλουθοι διάλογοι: ο «Αλκιβιάδης ΙΙ», ο «Ίππαρχος», οι «Αντερασταί», «Θεάγης», ο «Κλειτοφών», ο «Μίνως», η «Επινομίς». Ο «Αλκιβιάδης ο Ι» ή ο μείζων είναι φανερόν, ότι προϋποθέτει τον «Αλκιβιάδη το ΙΙ» ή ελάσσονα, ώστε είναι γραμμένος ύστερα απ΄αυτόν. Πλαστά είναι επισης και τα δοκίμια που ο Θράσυλλος άφησε έξω από τις τετραλογίες του, δηλαδή οι «Όροι», «Περί δικαίου», «Περί αρετής», ο «Δημόδοκος», ο «Σίσυφος», η «Αλκυών», ο «Ερυξίας», ο «Αξίοχος».
Φιλοσοφία «ἡ ἀνθρωπίνη σοφία ὀλίγου τινὸς ἀξία ἐστὶν καὶ οὐδενός»
Πλάτων, Απολογία
Η έννοια του δικαίου κατέχει εξέχουσα θέση στο πλατωνικό έργο και ειδικότερα στη μεγαλειώδη σύνθεση του Πλάτωνα, την Πολιτεία, αποτελεί κεντρικό θέμα.

Στον Πρωταγόρα :
«ὁ δέ νόμος τύραννος ὢν τῶν ἀνθρώπων πολλά παρά φύσιν, βιάζεται (παραβιάζει)»
διατυπώνεται η διάκριση φυσικού και θετικού δικαίου) και στο ίδιο έργο στο γνωστό μύθο του Πρωταγόρα ο Δίας τελικά αποφαίνεται δίνοντας εντολή στον Ερμή:
«καί νόμον θές παρ΄ἐμού τόν μή δυνάμενον αίδούς και δίκης μετέχειν κτείνειν ὡs νόσον της πόλεως».

Στον Γοργία:
Επισημαίνεται ότι το συμφέρον του ρήτορα δεν είναι να ικανοποιεί τη ματαιοδοξία του, αλλά να επιδιώκει το καλόν και το δίκαιο και διατυπώνει τι αξίωμα:
«τό ἀδικείν αἴσχιον εἶναι τοῦ ἀδικείσθαι»,

Ενώ στην Πολιτεία:
Yποστηρίζεται (Θρασύμαχος):
«δίκαιον εἶναι οὑκ άλλο τι ή τοῦ κρείττονος συμφέρον», ανάλογα προς το εκάστοτε κρατούν πολιτικό καθεστώς, αλλά και στο Ευθύφρονα γίνεται απόπειρα ορισμού του τι είναι όσιο και το τι ανόσιο.

Πλατωνικός διάλογος
Κάθε διάλογος είναι δοκίμιο της πλατωνικής τέχνης και της πλατωνικής διαλεκτικής, το ιδιαίτερο κλίμα της πλατωνικής ψυχής και φιλοσοφίας. Ο Σωκράτης που απουσιάζει από το τελευταίο έργο της πλατωνικής δημιουργίας, τους Νόμους, χειρίζεται μέσα στο διάλογο κυρίαρχα όλα τα είδη του λόγου γιατί στην πλατωνική φιλοσοφία προπορεύεται η θέαση και ακολουθεί η αφαίρεση. Ο έρως, η ελευθερία, η ανάγκη, ο θάνατος, η ψυχή και κρίση της, η δημιουργία του κόσμου και η ιδέα είνα τα θέματα του φιλοσοφικού πλατωνικού μύθου.

Η πλατωνική φιλοσοφία είναι δυϊστική, χωρίζοντας τον κόσμο σε μία υλική και μία ιδεατή σφαίρα ύπαρξης. Αυτό γίνεται με την εισαγωγή της θεωρίας των ιδεών, οι οποίες κατά τον Πλάτωνα είναι τα αιώνια αρχέτυπα των αισθητών, υλικών πραγμάτων, υπερβατικές φόρμες που γίνονται αντιληπτές μόνο με τη λογική και όχι με τις αισθήσεις. Τα αισθητά αντικείμενα τα θεωρεί κατώτερα, υλικά και φθαρτά είδωλα των ιδεών, οι οποίες τα μορφοποιούν. Έτσι π.χ. κάθε άλογο είναι υλικό στιγμιότυπο, ή αντανάκλαση, της άυλης ιδέας "άλογο", η οποία συγκεντρώνει τα αναλλοίωτα και κοινά χαρακτηριστικά όλων των αλόγων (αφηρημένες έννοιες όπως η δικαιοσύνη ή η ομορφιά έχουν επίσης τις δικές τους αρχετυπικές ιδέες). Ο Πλάτων λοιπόν αναγνωρίζει δύο διαφορετικούς κόσμους, τον αισθητό, ο οποίος διαρκώς μεταβάλλεται και βρίσκεται σε ασταμάτητη ροή, κατά τον Ηράκλειτο, και τον νοητό κόσμο, τον αναλλοίωτο, δηλαδή τις ιδέες, οι οποίες υπάρχουν σε τόπο επουράνιο. Αυτές είναι τα αρχέτυπα του ορατού κόσμου, τα αιώνια πρότυπα και υποδείγματα τα οποία συντηρούν τη μορφή των υποκείμενων υλικών σωμάτων. Πρόκειται δηλαδή για ένα δυϊστικό, ιεραρχικό μεταφυσικό σύστημα.
Ο Πλάτωνας ανέπτυξε συστηματικά τις διδασκαλίες του πυθαγορισμού, ευνοώντας όπως και ο Πυθαγόρας τα μαθηματικά, τα οποία έβλεπε ως "παράθυρο" στον κόσμο των ιδεών αφού ασχολούνται με άυλες και αναλλοίωτες έννοιες οι οποίες διαμορφώνουν τον κόσμο και ως μέσο προετοιμασίας για τη σωκρατική διαλεκτική. Κατηγορήθηκε ότι με τη θεωρία των ιδεών αποκάλυπτε "τα μυστικά των Μυστηρίων" στα οποία προφανώς ήταν μυημένος. Η γνωσιολογία του ήταν καθαρά ορθολογική, καθώς πίστευε ότι μόνο με τον νου μπορούν να προσεγγιστούν οι ιδέες και άρα η πραγματική, βαθύτερη φύση του κόσμου. Η εμπειρία των αισθήσεων για τον Πλάτωνα ήταν από αβέβαιη έως ψευδής, ενώ αντιθέτως η λογική διερεύνηση αποκάλυπτε έμφυτη γνώση, ενόραση των ανάλογων υπερβατικών ιδεών, η οποία προϋπήρχε με λανθάνουσα μορφή στον νου λόγω της θείας καταγωγής της ψυχής πριν την ενσάρκωση της. Αυτή η νοητική σύλληψη του λογικά αναγκαίου εκλαμβάνεται ως «ανάμνηση». Υψηλότερη ιδέα θεωρούσε την ιδέα του Αγαθού (Ό,τι είναι ο ήλιος για τον αισθητό κόσμο τούτο είναι η ιδέα του αγαθού για το νοητό) από την οποία απέρρεαν όλες οι άλλες.
Στην ψυχή ο Πλάτωνας απέδειξε ότι δεν μπορεί να να παρομοιαστεί με την αρμονία απαντώντας στον συνδιαλεγόμενο Σιμμία [οὐ συγχωρῶ τῇ Σιμμίου ἀντιλήψει· δοκεῖ γάρ μοι πᾶσι τούτοις πάνυ πολὺ διαφέρειν], αφού εναντιώνεται συχνά στα πάθη του σώματος και επίσης πως η ψυχή ως έννοια είναι ασυμβίβαστη με την έννοια του θανάτου και συνεπώς δεν εξαρτάται από το σώμα στο οποίο ενσαρκώνεται και υποστηρίζει, ότι τα σύνθετα μεταβάλλονται και διαλύονται, ενώ τα μη σύνθετα,[μονοειδὲς ὂν αὐτὸ καθ᾽ αὑτό, ὡσαύτως κατὰ ταὐτὰ ἔχει καὶ οὐδέποτε οὐδαμῇ οὐδαμῶς ἀλλοίωσιν οὐδεμίαν ἐνδέχεται] όπως η ψυχή, μένουν αναλλοίωτα και άφθαρτα. Με τη φράση που απευθύνει στο τέλος στον Κρίτωνα: «Μην αμελήσετε να εξοφλήσετε αυτό το χρέος», να θυσιάσουν ένα κόκορα. Την υποχρέωση να θυσιάζουν κόκορα στον Ασκληπιό είχαν όσοι σώζονταν από μια αρρώστια και βρίσκονταν σε ανάρρωση. Για τον Σωκράτη, αρρώστια ήταν η επίγεια, γιατί η ψυχή του ήταν έγκλειστη στο σώμα. Ο θάνατος ήταν η ώρα της ανάρρωσης, επειδή απέδιδε στη ψυχή την ελευθερία και την αθανασία της [μετοίκηση ψυχής].
Η θεωρία του Πλάτωνος για τις ιδέες στην Πολιτεία: Ο Πλάτων μίλησε στην Πολιτεία για τον νοητό τόπο όπου υπάρχουν οι ιδέες (τα νοούμενα) και τον ορατό τόπο όπου υπάρχουν τα ορώμενα. Θεωρεί τον ήλιο έκγονον του αγαθού. Στη συνέχεια ορίζει την ιδέα του αγαθού ως υπερέχουσα όλων των ιδεών, δίνοντας έτσι μια ιεράρχηση των ιδεών, με ανώτερη όλων αυτήν του αγαθού: Η ιδέα του αγαθού είναι η αιτία της γνώσης και της αλήθειας. Όπως το φως και η όψη είναι ηλιοειδή αλλά όχι ο ήλιος, έτσι και η γνώση και η επιστήμη είναι αγαθοειδή αλλά όχι το ίδιο το αγαθό. Ακόμη αναφέρει ότι το αγαθό παρέχει σε όλα τα γιγνωσκόμενα (δηλαδή τις ιδέες) όχι μόνο τη δυνατότητα να γίνονται γνωστά, αλλά και την ίδια την ουσία και το είναι τους, καθώς το αγαθό είναι επέκεινα της ουσίας, υπερέχοντας αυτής κατά τη δύναμη. Τέλος μιλά για την προσέγγιση των ιδεών μέσω της διαλεκτικής, αναφερόμενος σε δύο τμήματα του νοητού. Στο πρώτο τμήμα η ψυχή χρησιμοποιεί εικόνες και προχωρά στην αναζήτηση μέσω υποθέσεων, κατευθυνόμενη στο τέλος και όχι στην αρχή (στο αποτέλεσμα και όχι την αιτία). Στο δεύτερο τμήμα η ψυχή χωρίς εικόνες αλλά με τα είδη καθεαυτά οδηγείται στην ανυπόθετη αρχή. Στο πρώτο τμήμα αντιστοιχεί η νόησις, η επιστήμη του διαλέγεσθαι σχετικά με το όν και το νοητό, ενώ στο δεύτερο η διάνοια (η τέχνη των γεωμετρικών), κατώτερη από τη νόηση. Υπάρχουν ακόμη δύο τμήματα του νοητού, κατώτερα από τα προηγούμενα με αντίστοιχα παθήματα στην ψυχή, η πίστις και η εικασία.
Θεολογική σκέψη:
Η ΑΠΟΨΗ αυτή του Πλάτωνα που προϋποθέτει «κάθαρση» παραδοσιακών μύθων που περιείχαν απάνθρωπες συμπεριφορές θεών και αναίρεση της αντίληψης για το φθόνο των θεών (η οποία κυριαρχεί στον Όμηρο και τον Ηρόδοτο) δείχνει τη σημαντική πρόοδο που σημείωσε η θεολογική σκέψη των Ελλήνων και που επιγραμματικά διατυπώνεται για πρώτη φορά από τον Ευριπίδη στην Ιφιγένεια εν Ταύροις: Ουδένα γάρ οίμαι (νομίζω) δαιμόνων (Θεών) είναι κακόν. Ο δε Σωκράτης στην Απολογία του διακηρύττει: Ουδένα πώποτε εφθόνησα.

«...δημοσία δέ ου τολμώ αναβαίνων εις το πλήθος το υμέτερον συμβουλεύειν τη πόλει. τούτου δέ αίτιόν εστιν ό (το οποίο) υμείς εμού πολλάκις ακηκόατε πολλαχού λέγοντος, ότι μοι θείον τι και δαιμόνιον γίγνεται φωνή, ό και εν τη γραφή επικωμωδών (έγραψε και στην καταγελλία του διακωμωδώντας το) ο Μέλητος εγράψατο:»
«Σε μένα λοιπόν αυτό άρχισε να υπάρχει από τότε που ήμουνα παιδί, είναι μια εσωτερική φωνή που ακούω, η οποία, όποτε την ακούω, πάντοτε με αποτρέπει από κάτι που πρόκειται να κάνω, και ποτέ δεν με προτρέπει σε τίποτε. Αυτή είναι που με εμποδίζει ν΄ασχοληθώ με την πολιτική. Και μου φαίνεται, ότι κάνει πάρα πολύ καλά που με εμποδίζει γιατί θα είχα αφανιστεί και ούτε εσάς θα είχα ωφελήσει σε τίποτα ούτε τον εαυτό μου.»

Στον «Φαίδωνα» όμως ο Σωκράτης έρχεται κοντά στο θάνατο και τον γνωρίζει. Ο θάνατος είναι κι΄αυτός, όπως και ο έρως, ένας σύντροφος της ζωής που πρέπει να συμφιλιωθείς μαζί του. ΄Ολοι όσοι φιλοσοφούν αληθινά γνωρίζονται βαθιά με τον θάνατο.
" «οὐδὲν γὰρ ἄλλο πράττων ἐγὼ περιέρχομαι ἢ πείθων ὑμῶν καὶ νεωτέρους καὶ πρεσβυτέρους μήτε σωμάτων ἐπιμελεῖσθαι μήτε χρημάτων πρότερον μηδὲ οὕτω σφόδρα ὡς τῆς ψυχῆς ὅπως ὡς ἀρίστη ἔσται»
Γιατί περιφέρομαι μην κάνοντας τίποτα άλλο από το να πείθω τους νεότερους και τους πιο ηλικιωμένους ανάμεσά σας να μη φροντίζουν ούτε για τα σώματά τους ούτε για τα χρήματά τους με τόσο πάθος, παρά μόνο για την ψυχή τους, πως θα γίνει καλύτερη.

 
 
 
 
Αριστοτέλης
Ο Αριστοτέλης ( 384 - 322 π.Χ. ) ήταν αρχαίος Έλληνας φιλόσοφος. Μαζί με το δάσκαλό του Πλάτωνα αποτελεί σημαντική μορφή της φιλοσοφικής σκέψης του αρχαίου κόσμου, και η διδασκαλία του διαπερνούσε βαθύτατα τη δυτική φιλοσοφική και επιστημονική σκέψη μέχρι και την Επιστημονική Επανάσταση του 17ου αιώνα. Υπήρξε φυσιοδίφης, φιλόσοφος, δημιουργός της λογικής και ο σημαντικότερος από τους διαλεκτικούς της αρχαιότητας.
Ο Αριστοτέλης γεννήθηκε μεταξύ Ιουλίου και Δεκεμβρίου του έτους 384 π.Χ. στα Αρχαία Στάγειρα της Χαλκιδικής (σημερινή ονομασία της περιοχής Λιοτόπι, μισό χιλιόμετρο νοτίως της Ολυμπιάδας). Ο πατέρας του Νικόμαχος ήταν γιατρός του βασιλιά της Μακεδονίας Αμύντα Γ΄, τον οποίο είχε πατέρα ο Φίλιππος. Ο Νικόμαχος, που κατά το Σουίδα είχε γράψει έξι βιβλία ιατρικής και ένα φυσικής, θεωρούσε πρόγονό του τον ομηρικό ήρωα και γιατρό Μαχάονα, το γιο του Ασκληπιού. Πίστευαν ότι και της μητέρας του η καταγωγή ήταν θεϊκή. Ονομαζόταν Φαιστίς, είχε έρθει με Χαλκιδείς αποίκους στα Στάγειρα και ανήκε στο γένος των Ασκληπιαδών.

Ο Αριστοτέλης πρόωρα ορφάνεψε από πατέρα και μητέρα και την κηδεμονία του ανέλαβε ο φίλος του πατέρα του Πρόξενος, που ήταν εγκαταστημένος στον Αταρνέα της μικρασιατικής Αιολίδας, απέναντι από τη Λέσβο. Ο Πρόξενος, που φρόντισε τον Αριστοτέλη σαν δικό του παιδί, τον έστειλε στην Αθήνα σε ηλικία 17 ετών (367 π.Χ.), για να γίνει μαθητής του Πλάτωνα. Πράγματι ο Αριστοτέλης σπούδασε στην Ακαδημία του Πλάτωνα επί 20 χρόνια (367 - 347), μέχρι τη χρονιά δηλ. που πέθανε ο δάσκαλός του. Στο περιβάλλον της Ακαδημίας άφηνε κατάπληκτους όλους και τον ίδιο το δάσκαλό του, με την ευφυΐα και τη φιλοπονία του. Ο Πλάτωνας τον ονόμαζε "νουν της διατριβής" και το σπίτι του "οίκον αναγνώστου".
Όταν το 347 π.Χ. πέθανε ο Πλάτωνας, προέκυψε θέμα διαδόχου στη διεύθυνση της σχολής. Επικρατέστεροι για το αξίωμα ήταν οι τρεις καλύτεροι μαθητές του Πλάτωνα, ο Αριστοτέλης, ο Ξενοκράτης και ο Σπεύσιππος. Ο Αριστοτέλης τότε μαζί με τον Ξενοκράτη εγκατέλειψε την Αθήνα και εγκαταστάθηκαν στην Άσσο, πόλη της μικρασιατικής παραλίας, απέναντι από τη Λέσβο. Την Άσσο κυβερνούσαν τότε δύο πλατωνικοί φιλόσοφοι, ο Έραστος και ο Κορίσκος, στους οποίους είχε χαρίσει την πόλη ο ηγεμόνας του Αταρνέα και παλιός μαθητής του Πλάτωνα και του Αριστοτέλη, Ερμίας. Οι δύο φίλοι, κυβερνήτες της Άσσο, είχαν ιδρύσει εκεί μια φιλοσοφική σχολή, ως παράρτημα της Ακαδημίας.
Στην Άσσο ο Αριστοτέλης δίδαξε τρία χρόνια και μαζί με τους φίλους του κατόρθωσε ό,τι δεν μπόρεσε ο Πλάτωνας. Συνδέθηκαν στενά με τον Ερμία και τον επηρέασαν τόσο, ώστε η τυραννία του να καταστεί πραότερη και δικαιότερη. Το τέλος του τυράννου όμως ήταν τραγικό. Επειδή προέβλεπε την εκστρατεία των Μακεδόνων στην Ασία, συμμάχησε με το Φίλιππο. Γι' αυτό τον συνέλαβαν οι Πέρσες και τον θανάτωσαν με μαρτυρικό σταυρικό θάνατο.
Το 345 π.Χ. ο Αριστοτέλης, ακολουθώντας τη συμβουλή του μαθητή του Θεόφραστου, πέρασε απέναντι στη Λέσβο και εγκαταστάθηκε στη Μυτιλήνη, όπου έμεινε και δίδαξε μέχρι το 342 π.Χ. Στο μεταξύ είχε παντρευτεί την ανιψιά και θετή κόρη του Ερμία, την Πυθιάδα, από την οποία απέκτησε κόρη, που πήρε το όνομα της μητέρας της. Μετά το θάνατο της πρώτης του συζύγου ο Αριστοτέλης συνδέθηκε αργότερα στην Αθήνα με τη Σταγειρίτισσα Ερπυλλίδα, από την οποία απέκτησε ένα γιο, το Νικόμαχο.
Το 342 π.Χ. τον προσκάλεσε ο Φίλιππος στη Μακεδονία, για να αναλάβει τη διαπαιδαγώγηση του γιου του Αλέξανδρου, που ήταν τότε μόλις 13 χρονών. Ο Αριστοτέλης άρχισε με προθυμία το έργο της αγωγής του νεαρού διαδόχου. Φρόντισε να του μεταδώσει το πανελλήνιο πνεύμα και χρησιμοποίησε ως παιδευτικό όργανο τα ομηρικά έπη. Η εκπαίδευση του Αλέξανδρου γινόταν άλλοτε στην Πέλλα και άλλοτε στη Μίεζα, μια κωμόπολη της οποίας τα ερείπια έφερε στο φως η αρχαιολογική σκαπάνη· βρισκόταν στους πρόποδες του βουνού πάνω στο οποίο είναι χτισμένη η σημερινή Νάουσα της Μακεδονίας. Εκεί το 341 π.Χ. πληροφορήθηκε το θάνατο του Ερμία.

Ο Αριστοτέλης έμεινε στη μακεδονική αυλή έξι χρόνια. Όταν ο Αλέξανδρος συνέτριψε την αντίσταση των Θηβαίων και αποκατέστησε την ησυχία στη νότια Ελλάδα, ο Αριστοτέλης πήγε στην Αθήνα (335 π.Χ.) και ίδρυσε δική του φιλοσοφική σχολή. Για να εγκαταστήσει τη σχολή του διάλεξε το Γυμνάσιο, που λεγόταν και Λύκειο, ανάμεσα στο Λυκαβηττό και τον Ιλισό, κοντά στην πύλη του Διοχάρη.Ο χώρος του Γυμνασίου βρέθηκε πρόσφατα στις ανασκαφές,για την ανέγερση του νέου Μουσείου Γουλανδρή,πίσω από το Βυζαντινό Μουσείο Αθηνών, στην οδό Ρηγίλλης. Ο ιστορικός αυτός αρχαιολογικός χώρος διασκευάζεται έτσι ώστε να γίνει επισκέψιμος. Εκεί υπήρχε άλσος αφιερωμένο στον Απόλλωνα και τις Μούσες. Με χρήματα που του έδωσε άφθονα ο Αλέξανδρος, ο Αριστοτέλης έχτισε μεγαλόπρεπα οικήματα και στοές, που ονομάζονταν "περίπατοι". Ίσως γι' αυτό η σχολή του ονομάστηκε Περιπατητική και οι μαθητές του περιπατητικοί φιλόσοφοι.
Η οργάνωση της σχολής είχε γίνει κατά τα πρότυπα της Πλατωνικής Ακαδημίας. Τα μαθήματα για τους προχωρημένους μαθητές γίνονταν το πρωί ("εωθινός περίπατος") και για τους αρχάριους το απόγευμα ("περί το δειλινόν", "δειλινός περίπατος"). Η πρωινή διδασκαλία ήταν καθαρά φιλοσοφική ("ακροαματική"). Η απογευματινή "ρητορική" και "εξωτερική".
Η σχολή είχε μεγάλη βιβλιοθήκη και τόσο καλά οργανωμένη, ώστε αργότερα χρησίμευσε ως πρότυπο για την ίδρυση των βιβλιοθηκών της Αλεξάνδρειας και της Περγάμου. Ο Αριστοτέλης μάζεψε χάρτες και όργανα χρήσιμα για τη διδασκαλία των φυσικών μαθημάτων. Έτσι σύντομα η σχολή έγινε περίφημο κέντρο επιστημονικής έρευνας. Στα δεκατρία χρόνια που έμεινε ο Αριστοτέλης στην Αθήνα δημιούργησε το μεγαλύτερο μέρος του έργου του, που προκαλεί το θαυμασμό μας με τον όγκο και την ποιοτική του αξία. Γιατί είναι άξιο απορίας, πώς ένας άνθρωπος σε τόσο λίγο χρονικό διάστημα συγκέντρωσε και κατέγραψε τόσες πολλές πληροφορίες.
Το 323 π.Χ. με την είδηση του θανάτου του Μ. Αλεξάνδρου οι οπαδοί του αντιμακεδονικού κόμματος νόμισαν ότι βρήκαν την ευκαιρία να εκδικηθούν τους Μακεδόνες στο πρόσωπο του Αριστοτέλη. Το ιερατείο, με εκπρόσωπό του τον ιεροφάντη της Ελευσίνιας Δήμητρας Ευρυμέδοντα, και η σχολή του Ισοκράτη, με το Δημόφιλο, κατηγόρησαν τον Αριστοτέλη για ασέβεια ("γραφή ασεβείας"), επειδή είχε ιδρύσει βωμό στον Ερμία, είχε γράψει τον ύμνο στην Αρετή και το επίγραμμα στον ανδριάντα του Ερμία, στους Δελφούς. Ο Αριστοτέλης όμως, επειδή κατάλαβε τα πραγματικά κίνητρα και τις αληθινές προθέσεις των μηνυτών του, έφυγε για τη Χαλκίδα, προτού γίνει η δίκη του (323 π.Χ.). Εκεί έμεινε, στο σπίτι που είχε από τη μητέρα του, μαζί με τη δεύτερη σύζυγό του την Ερπυλλίδα και με τα δύο του παιδιά, το Νικόμαχο και την Πυθιάδα.
Ο Αριστοτέλης απεβίωσε μεταξύ πρώτης και εικοστής δευτέρας Οκτωβρίου του έτους 322 π.Χ. στη Χαλκίδα από στομαχικό νόσημα, μέσα σε θλίψη και μελαγχολία. Το σώμα του μεταφέρθηκε στα Στάγειρα, όπου θάφτηκε με εξαιρετικές τιμές. Οι συμπολίτες του τον ανακήρυξαν "οικιστή" της πόλης και έχτισαν βωμό πάνω στον τάφο του. Στη μνήμη του καθιέρωσαν γιορτή, τα "Αριστοτέλεια", και ονόμασαν έναν από τους μήνες "Αριστοτέλειο". Η πλατεία όπου θάφτηκε ορίστηκε ως τόπος των συνεδρίων της βουλής.
Φεύγοντας από την Αθήνα, διευθυντή της σχολής άφησε το μαθητή του Θεόφραστο, που τον έκρινε ως τον πιο κατάλληλο. Έτσι το πνευματικό ίδρυμα του Αριστοτέλη εξακολούθησε να ακτινοβολεί και μετά το θάνατο του μεγάλου δασκάλου.
Η προσωπικότητά του: Ο Αριστοτέλης ως άνθρωπος είχε πιστούς φίλους, αλλά και φοβερούς αντίπαλους (Τίμαιος, Ευβουλίδης κ.ά.), οι οποίοι κάποιες φορές τον παρουσίαζαν ως φιλάργυρο, φιλήδονο, ραδιούργο, μηχανορράφο, ακόμα ως οργανωτή δολοφονίας του Αλεξάνδρου κλπ.

Αντίθετα, από αξιόπιστες πηγές μαθαίνουμε ότι ο Αριστοτέλης υπήρξε η ενσάρκωση του ορθού μέτρου σ' όλες τις εκδηλώσεις της ζωής του. Την έμφυτη ευγένεια και τρυφερότητα της ψυχής του τη βρίσκουμε διάχυτη μέσα στη διαθήκη του. Μέσα σ' αυτή φροντίζει για τη μνήμη των γονέων και του αδερφού του και δε λησμονεί ούτε την οικογένεια του πατρικού φίλου Πρόξενου, που τον ανέθρεψε. Φροντίζει για τη δεύτερη γυναίκα του την Ερπυλλίδα και το γιο που απέκτησε μαζί της, το Νικόμαχο. Ακόμα για την κόρη του Πυθιάδα, καρπό του πρώτου του γάμου. Η μεγάλη του όμως φιλανθρωπία φαίνεται στο σημείο εκείνο της διαθήκης, όπου ορίζει να μην πουληθεί κανείς από τους δούλους που τον υπηρέτησαν, αλλά να ελευθερώνονται μόλις ενηλικιώνονται.
Ο γραπτός λόγος του Αριστοτέλη: Ο Αριστοτέλης δεν έδειξε ενδιαφέρον στη δημοσίευση των έργων του με αποτέλεσμα να μην υπάρχουν σήμερα διαθέσιμα πολλά από αυτά. Ποτέ δε δημοσίευσε τα βιβλία του, εκτός από τους διαλόγους του. Η ιστορία των πρωτότυπων συγγραμμάτων του περιγράφεται από τον Στράβωνα στην "Γεωγραφία" του και από τον Πλούταρχο στο βιβλίο Βίοι Παράλληλοι, Σύλλας. Τα χειρόγραφα των παραδόσεων του Αριστοτέλη έμειναν στα χέρια του μαθητή του Θεόφραστου. Ο Θεόφραστος τα άφησε στον Νηλέα από τη Σκήψη και από αυτόν έμειναν στους κληρονόμους του. Οι απόγονοί τους τα πούλησαν στον Απελλικώνα από την Τηΐα/Τέω για ένα μεγάλο ποσό. Ο Σύλλας μετά την κατάληψη των Αθηνών (86 π.Χ.) πήρε τη βιβλιοθήκη του Απελλικώνα και τα μετέφερε στη Ρώμη. Εκεί πρωτοδημοσιεύτηκαν (60 π.Χ.) από τον Ίωνα φιλόλογο Τυραννίωνα από την Αμυσό και στη συνέχεια από τον περιπατητικό φιλόσοφο Ανδρόνικο το Ρόδιο.
Oι Αλεξανδρινοί υπολόγιζαν ότι ο Αριστοτέλης έγραψε 400 περίπου συνολικά βιβλία. Ο Διογένης ο Λαέρτιος υπολόγισε το έργο του σε στίχους και βρήκε ότι έφταναν τις 44 μυριάδες, δηλ. 440.000. Μεγάλο μέρος από το έργο του αυτό χάθηκε. Ανήκε στην κατηγορία των δημόσιων ή "εξωτερικών" μαθημάτων και ήταν γραμμένα σε μορφή διαλογική. Από αυτά σώθηκε μόνο η "Αθηναίων Πολιτεία", σ' έναν πάπυρο που βρέθηκε στην Αίγυπτο. Τα σωζόμενα σήμερα έργα του αντιστοιχούν στη διδασκαλία που ο Αριστοτέλης έκανε στους προχωρημένους μαθητές του και που λέγονται "ακροαματικές ή εσωτερικές". Γι' αυτό και είναι γραμμένα σε συνεχή λόγο και όχι σε διάλογο. Αρκετά από τα βιβλία του έχουν υποστεί επεμβάσεις και επεξεργασίες και γενικά η κατάστασή τους δεν είναι καλή. Από το τεράστιο έργο του τελικά σώθηκαν 47 βιβλία και μερικά αποσπάσματα από τα άλλα. Δε θεωρούνται όμως όλα γνήσια. Η συνηθέστερη κατάταξή τους είναι η ακόλουθη:

Λογικά ή Όργανον: Αποτελούν πραγματείες χρήσιμες για τη γνώση και είναι οι εξής έξι:
"Περί Ερμηνείας"

"Κατηγορίαι"

"Αναλυτικά Πρότερα"[1]

"Αναλυτικά Ύστερα"

"Τοπικοί και Σοφιστικοί Έλεγχοι"

Οι πραγματείες αυτές αποτελούν την αιώνια δόξα του φιλοσόφου, γιατί πρώτος αυτός διατύπωσε τους νόμους της ανθρώπινης νόησης και τους τρόπους του συλλογισμού.
Φυσικά: Περιλαμβάνουν τις εξής πραγματείες:
"Φυσική ακρόαση" (βιβλία 8)

"Περί ουρανού" (βιβλία 4)

"Περί γενέσεως και φθοράς" (βιβλία 3)

"Μετεωρολογικά" (βιβλία 4)

"Περί κόσμου" (ψευδεπίγραφο)

Βιολογικά: "Περί ζώων ιστορίας" (βιβλία 10)

"Περί ζώων μορίων" (βιβλία 4)

"Περί ζώων πορείας" (1 βιβλίο)

"Περί ζώων κινήσεως"

"Περί ζώων γενέσεως" (βιβλία 5)

"Περί φυτών" (ψευδεπίγραφο)

Με τα έργα του αυτά έγινε ο δημιουργός της φυσικής επιστήμης, της ζωολογίας και της συγκριτικής ανατομίας. Με τις πραγματείες αυτές έστρεψε ο Αριστοτέλης τη φιλοσοφική συζήτηση στο γόνιμο έδαφος του αισθητού κόσμου.

Περί ψυχολογίας: "Περί ψυχής" (βιβλία 3)

"Περί αισθήσεως και αισθητών"

"Περί μνήμης και αναμνήσεως"

"Περί ύπνου και εγρηγορήσεως"

"Περί ενυπνίων"

"Περί μαντικής της εν τοις ύπνοις"

"Περί μακροβιότητος και βραχυβιότητος"

"Περί ζωής και θανάτου"

"Περί αναπνοής"

"Περί πνεύματος" (ψευδεπίγραφο)

Εκτός από το πρώτο, τα υπόλοιπα της ομάδας αυτής είναι γνωστά με το κοινό όνομα "Μικρά φυσικά".

Μεταφυσικά: Από τα Μεταφυσικά ή πρώτη φιλοσοφία, όπως τα αποκαλούσε ο Αριστοτέλης προήλθε ο όρος "μεταφυσική" των νεότερων χρόνων. Στα 12 βιβλία των Μεταφυσικών προσθέτουν συνήθως και τη διατριβή "Περί Μελίσσου, Ξενοφάνους και Γοργίου" (πιθανώς ψευδεπίγραφο). Στην ομάδα αυτή των έργων του ο Αριστοτέλης εξετάζει τις πρώτες αρχές όλων των όντων και των "κινουμένων" και των "ακινήτων".

Ηθικά: "Ηθικά Ευδήμεια" (βιβλία 7)[2]

"Ηθικά μεγάλα" (βιβλία 2)

"Ηθικά Νικομάχεια" (βιβλία 10)

Αυτά ιδιαίτερα τα τίμησαν οι θεολόγοι.

Πολιτικά: "Πολιτικά" (βιβλία 8)

"Αθηναίων Πολιτεία"

"Οικονομικά" (βιβλία 2)

Αποτελούν, και σήμερα ακόμα, τη βάση των ερευνών για όσους ασχολούνται με τις πολιτικές επιστήμες.

Τεχνικά: "Ρητορική" (βιβλία 3)

"Ποιητική" (βιβλίο 1, με πιθανή ύπαρξη και δεύτερου βιβλίου που δεν διασώθηκε)

Προβλήματα: Περιέχουν προβλήματα από διάφορες περιοχές της γνώσης.
Στο σώμα των αριστοτελικών έργων έχουν συμπεριληφθεί και τα ακόλουθα ακόμα έργα, που δε θεωρούνται γνήσια: Φυσιογνωμικά, Περί θαυμασίων ακουσμάτων, Περί χρωμάτων, Περί ατόμων γραμμών, Μηχανικά, Ρητορική εις Αλέξανδρον και Περί ακουστών.

Η Φιλοσοφία του:
Εκτός από τη γνώμη του τη σχετική με τις "ιδέες" του Πλάτωνα ο Αριστοτέλης υποστηρίζει και άλλες αρχές. Δεν αποκρούει την ηδονή, αλλά προτιμά την πιο τέλεια, αυτή δηλ. που πηγάζει από τη διάνοια. Ο σκοπός των ανθρώπινων ενεργειών, κατά τον Αριστοτέλη, είναι η ευδαιμονία, την οποία ορίζει ως ενέργεια σύμφωνη με την αρετή. Η αρετή, όταν κυριαρχεί στα πάθη και στις ορμές, τα ρυθμίζει, παίζοντας το ρόλο του μέτρου ανάμεσα στις δύο ακρότητες, δηλ. στην υπερβολή και την έλλειψη. Έτσι π.χ. η "πραότης" είναι αρετή ως μεσότητα της οργής και της αναισθησίας, η "ανδρεία", επειδή βρίσκεται ανάμεσα στη θρασύτητα και στη δειλία, και η "αιδώς", επειδή κατέχει το μέσο της αδιαντροπιάς και της κατάπληξης, που είναι ακρότητες. Συμπλήρωμα της αρετής είναι και τα αγαθά του σώματος (δύναμη, υγεία, ομορφιά) και τα αγαθά της τύχης (πλούτος, ευγενική καταγωγή κλπ.). Σύμφωνα μ' αυτά, ευτυχισμένος είναι εκείνος που ενεργεί κατά τις επιταγές της αρετής και συγχρόνως έχει μερίδιο και στα άλλα αγαθά, τα "εκτός αγαθά", όπως τα ονομάζει.

Ο Αριστοτέλης ταλαντεύεται ανάμεσα στον ιδεαλισμό και τον υλισμό. Κάθε πράγμα, κατ' αυτόν, αποτελείται από ύλη και πνεύμα, που είναι μεταξύ τους αδιάσπαστα ενωμένα. Η ύλη είναι παθητική, είναι η δυνατότητα του πράγματος, ενώ το πνεύμα ενεργητικό, δηλ. η δύναμη που μεταβάλλει τη δυνατότητα σε πραγματικότητα.
Ο κόσμος, κατά τον Αριστοτέλη, είναι ενιαίος και αιώνιος, ενώ η οικουμένη έχει σχήμα σφαίρας με κέντρο τη Γη. Με το να δέχεται την καταγωγή των γνώσεων από τις αισθήσεις, πλησιάζει πολύ τον υλισμό. Τέλος με την τυπική λογική βλέπει την αντικειμενική πραγματικότητα "στατικά" και όχι μέσα στην αέναη μεταβολή και κίνησή της. Ο Αριστοτέλης ήταν ο φιλόσοφος που διετύπωσε την θεωρία της ύπαρξης του πέμπτου στοιχείου της φύσης. Συγκεκριμένα οι Έλληνες φιλόσοφοι από την Ιωνία θεωρούσαν οτι στην φύση υπάρχουν τέσσερα στοιχεία ή ουσίες. Γή, ύδωρ, πύρ και αήρ. Ο Αριστοτέλης πρόσθεσε στην τετράδα τον αιθέρα ο οποίος θα αποτελέσει την πέμπτη ουσία την πεμπτουσία. Το στοιχείο αυτό παρουσιάζει κάποιες ιδιαιτερότητες, είναι αγέννητο, αγήρατο, άφθαρτο, αϊδιο, αναυξές και αναλλοίωτο. Επιπλέον εντοπίζεται στον "άνω τόπο" όπου κατοικεί η Θεότητα.
Σχετικά με την επιλογή προκειμένων:
Ιδιαίτερη σημασία έχει η επιλογή προκειμένων άμεσων (αυταπόδεικτων), γνωριμοτέρων του συμπεράσματος και ουσιωδών αιτιών του. Αν πάρουμε τις έννοιες πλανήτης, ουράνιο σώμα που φωτίζει σταθερά (μη στίλβον) και κοντινό (εγγύς) ουράνιο σώμα θα μπορούσαμε να φτιάξουμε τους 2 παρακάτω συλλογισμούς:

[Σ1] Τα μη στίλβοντα ουράνια σώματα είναι εγγύς ουράνια σώματα

Οι πλανήτες είναι μη στίλβοντα ουράνια σώματα

Οι πλανήτες είναι εγγύς ουράνια σώματα

[Σ2] Τα εγγύς ουράνια σώματα είναι μη στίλβοντα ουράνια σώματα

Οι πλανήτες είναι εγγύς ουράνια σώματα

Οι πλανήτες είναι μη στίλβοντα ουράνια σώματα

Ο Σ1 είναι συλλογισμός του ότι (του γεγονότος), ενώ ο Σ2 είναι συλλογισμός του διότι (του αιτιολογημένου γεγονότος). Δηλαδή η προκείμενη «Τα εγγύς ουράνια σώματα είναι μη στίλβοντα ουράνια σώματα» είναι ορθότερη από την προκείμενη «Τα μη στίλβοντα ουράνια σώματα είναι εγγύς ουράνια σώματα», καθόσον επειδή είναι εγγύς δεν στίλβουν, και όχι επειδή δεν στίλβουν είναι εγγύς.
Σχετικά με την επιστημονική εξήγηση
Σημαντικό ρόλο στην επιστημονική εξήγηση γεγονότων κατά τον Αριστοτέλη έχει η αγχίνοια (ευστροφία) ή ευστοχία στην ανακάλυψη του μέσου όρου σε άσκεπτο χρόνο (ακαριαία), π.χ. βλέποντας ότι η σελήνη έχει συνεχώς στραμμένη την ίδια φωτεινή πλευρά της προς τον ήλιο, και βάσει του ότι ο ήλιος φωτίζει), αποδίδει τη φωτεινότητα της σελήνης στο φως του ήλιου.
Τυπική διατύπωση:
Προκείμενες

Αν ένα σώμα έχει στραμμένη μια πλευρά του σε μια φωτεινή πηγή (σε ένα αντικέιμενο που φωτίζει) τότε φωτίζεται δανειζόμενη το φως της φωτεινής πηγής

Η σελήνη έχει συνεχώς στραμμένη την ίδια πλευρά της Α στον ήλιο

Ο ήλιος είναι φωτεινή πηγή

Συμπέρασμα

Η πλευρά Α της σελήνης φωτίζεται δανειζόμενη το φως του ήλιου